χοροπήδημα

χοροπήδημα
το, Ν [χοροπηδώ]
ζωηρό ή ρυθμικό πήδημα, ιδίως από χαρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χοροπήδημα — το, ατος ζωηρό πήδημα, ρυθμικό πήδημα: Κοντεύουν να ρίξουν το πάτωμα με τα χοροπηδήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαλλισμός — ο (Α βαλλισμός) [βαλλίζω] νεοελλ. σύνδρομο κατά το οποίο ο ασθενής κάνει ακούσιες σπασμωδικές κινήσεις αρχ. το χοροπήδημα …   Dictionary of Greek

  • χοροπηδητικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χοροπήδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροπηδώ. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”